- ὑποναύσιος
- ὑποναύσιοςslightly nauseatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποναύσιος — ον, Α αυτός που υποφέρει από ελαφράς μορφής ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ναυσιος (< ναυσίη /ναυτία), πρβλ. ἐπι ναύσιος] … Dictionary of Greek